- αγάπη
- (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική μορφή της, την α. δηλαδή προς όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους, εχθρούς και φίλους, κάθε κοινωνικής τάξης και φυλής, αγαθούς και κακούς. Ως κοινωνική αρετή η α. είναι θεμελιώδης, και η έλλειψή της δεν δικαιολογείται. Στην πράξη εκφράζεται ως υλική και πνευματική βοήθεια στις δυσκολίες και στις ανάγκες του πλησίον. Η α. θεωρείται τέλεια όταν πηγάζει από α. προς τον Θεό, o οποίος συγχωρεί κάθε αμαρτία, ατελής δε όταν υπαγορεύεται από το φόβο της τιμωρίας του Θεού.
* * *η (Α ἀγάπη)1. αγαθά αισθήματα, φιλική διάθεση, στοργή, τρυφερότητα για κάποιον ή κάτι2. γενετήσια έλξη ή πόθος, έρωτας3. (και ως προσαγόρευση) το αγαπημένο πρόσωπο(νεοελλ.-μσν.)1. εκδήλωση τής χριστιανικής αγάπης, φιλανθρωπία, αλτρουισμός2. συμφιλίωση, ομόνοια, ειρήνηνεοελλ.1. εκδήλωση τών αγαθών αισθημάτων, στοργή, αφοσίωση2. προτίμηση3. (ως κύριο όνομα) η Αγάπηο εσπερινός τού Πάσχα, η δεύτερη Ανάσταση4. φρ. «για την αγάπη κάποιου», για το χατίρι του«είμαστε στις αγάπες μας», είμαστε στην περίοδο αγαθών σχέσεων «κάνω αγάπη με κάποιον», συμφιλιώνομαι, μονοιάζωμσν.1. χαιρετισμός σεβασμού, ασπασμός2. (για έθνη) συνθηκολόγηση, συμμαχίααρχ.η αγάπη τού Θεού για τους ανθρώπους και αντίστροφα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρήμα ἀγαπῶ. Η λ. συναντάται στα χριστιανικά κείμενα με τη σημασία τού «κοινού δείπνου» τών πρώτων χριστιανών. Αργότερα χρησιμοποιείται για τη «χριστιανική αγάπη» και «φιλανθρωπία» (ίσως με κάποια επίδραση από το εβραϊκό ’ahābā, αγάπη) για να καταλήξει τελικά στη γενικότερη σημασία «φιλική διάθεση, στοργή, έλξη»].
Dictionary of Greek. 2013.